- άχνη
- η (AM ἄχνη, Α και ἄχνα, δωρ. τ.)1. αχνός, ατμός2. λεπτή σκόνη από αλεύρι3. σκόνη από μέταλλοαρχ.1. (για υγρό) αφρός (ιδίως της θάλασσας)2. δροσιά, πάχνη3. καπνός4. το φλούδι που παρασύρει ο άνεμος κατά το λίχνισμα, το λεπτό άχυρο5. ιατρ. εφίδρωση6. γάζα από νήματα λινού υφάσματος, ξαντό7. (η αιτ. ως επίρρ.) ἄχνηνλίγο, ελάχιστο.[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. άχνη συνδέεται συγχρόνως με τις λ. άχυρον (με διαφορετικό επίθημα) και αφρός. Η λ. άχνη απαντά στην Ιλιάδα και δηλώνει «το λεπτό φλούδι του σταριού», απ' όπου προέκυψαν οι μεταγενέστερες σημασίες «χνούδι κυδωνιού», «γάζα από λινό ύφασμα, ξαντό» (Ιπποκράτης), «λεπτότατο ύφασμα» (Σοφοκλής) και «σκόνη από μέταλλο» (Πλούταρχος). Στην ποίηση, επίσης, ο όρος άχνη χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει «τον αφρό», ιδίως της θάλασσας (Όμηρος), αλλά και του κρασιού (Ευριπίδης) και των δακρύων (Σοφοκλής). Τέλος, συνεκδοχικά στον Σοφοκλή δηλώνει και «τη δροσιά», ως ιατρικός όρος δε στον Ιπποκράτη «την εφίδρωση». Βλ. και λ. ακ-].
Dictionary of Greek. 2013.